- ἐννοοῦσα
- ἐννοέωhave in one's thoughtspres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)ἐννοέωhave in one's thoughtspres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐννοούσας — ἐννοούσᾱς , ἐννοέω have in one s thoughts pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἐννοούσᾱς , ἐννοέω have in one s thoughts pres part act fem gen sg (doric) ἐννοούσᾱς , ἐννοέω have in one s thoughts pres part act fem acc pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεμπερδεύω — 1. λύνω ή ξεμπλέκω μπλεγμένα πράγματα («ξεμπέρδεψα την κλωστή») 2. διευθετώ εκκρεμότητες, διαφορές, λογαριασμούς 3. απαλλάσσομαι από ενόχληση ή φροντίδα, τελειώνω κάτι, ξενοιάζω («ξεμπέρδεψα επιτέλους με αυτήν την υπόθεση») 4. διασαφηνίζω,… … Dictionary of Greek